Συνοικέσιο
Ένα παλιό δημοτικό τραγούδι που λέγανε στο συνοικέσιο αναφέρει:
Εσύ, κυρά μου Στέργαινα και συ αφέντη Στέργιο,
βράδυ ν΄ αρθείς στ΄ αρχοντικό μου,
αρραβωνιάζω την Τασιά, σ' αυτόν τον Αποστόλη.Του δίνω χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια,
του δίνω κι άλογο γοργό,να περπατάει καβάλα.Την δίνει και η μάνα της χρυσή ρόκα
να γνέθει την τάζουν και τ΄ αδέρφια
της χρυσό σκαμνί να κάτσει.
Και ο γαμπρός τραγουδάει το ακόλουθο τραγούδι:
Σ΄ όλον τον κόσμο πήγα,
μωρέ τσούπρα και σ΄όλον τον ντουνιά,
σαν τη δική σ΄ ομορφάδα,
μωρέ κόρη δεν βρήκα πουθενά.Μάλαμα δαχτυλίδι, μωρέ κόρη,
βάζω στο χέρι σου,
Χριστέ και Παναγιά μου,
θα γίνω ταίρι σου!
Ο γαμπρός λέγει και δεύτερο τραγούδι, παίρνοντας και λίγο θάρρος:
Να γίνω γης να μου πατείς, γιοφύρι να περάσεις,
να γίνω και ασημόκουπα να πίνεις το κρασί σου.Εσύ να πίνεις το κρασί και γώ να λάμπω μέσα!
Μοιρολόγια
Ενα πουλί πετούμενο, από τον κάτω κόσμο
που πάισε και κούρνιασε, στης εκκλησιάς τα δέντρα.
Τρέχουν μανούλες το ρωτούν, γυναίκες το ξετάζουν.Το τι χαμπέρια βρέ πουλί, από τον κάτω κόσμο;
Το τι χαμπέρια να σας πώ, από τον κάτω κόσμο
εκεί χαρές δεν γίνονται, κι ουδέ και πανηγύρια.
Τραγούδι της ξενιτιάς
Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο.
Η ξενιτιά σου έχει και 'γω 'χου τον καημό σου.
Τι να σου στείλω γιέ μου, τι να σου στείλω.Να σου στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει.
Να στείλω και το δάκρυ μου,σ΄ ένα χρυσό μαντήλι
το δάκρυ είναι καυτερό και καίγει το μαντήλι.
Τραγούδια του γάμου και του αρραβώνα
Φεύγοντας απο το το σπίτι του γαμπρού για το σπίτι της νύφης τραγουδούν το εξής τραγούδι:
Βασιλικό μου μύρισε τηράτε ποιος διαβαίνει
Ο Γιώργης Μήτσιος πέρασε στα Γιάννενα πηγαίνει
Στα Γιάννινα και στον πασά και στο Βεζύρ΄ αφέντη.Γιώργη μ΄ το τι μας άργησες να ρθεις να προσκυνήσεις
Δεν μας αφήνουν τα βουνά κι΄ αυτές οι κρύες βρύσες
Δεν μας αφήνουν οι έμορφες με τα παχιά κριάρια.
Οι συγγενείς του γαμπρού, βάζουν μιά κοπέλα που να έχει μάνα και πατέρα, να κοσκινίσει το αλεύρι, να πιάσουν το προζύμι και αρχίζουν να τραγουδούν:
Σήκω,κόρη μ' και ζύμωσε
Τ' αφράτο παξιμάδι
κι ακάλεσε συμπεθεριό
κι ακάλεσε μπρατίμους
κι ακάλεσε και το νουνό
να ρθεί να στεφανώσειΝα βάλ' τα στέφανα χρυσά
λαμπάδες απ' ασήμι,
να βάλ' στεφανομάντιλο
ατόφιο από μετάξι.
Ισμαήλ Αγά
Το τραγούδι που δόξασε το χωριό:
Δεν σάρεζε Σμαήλαγά, Φούρκα και Σαμαρίνα
Μον΄' γύρευες και το Ντουσκό, τα τέσσερα τα σπίτιαΑί κι απάνω κλέφτες χούγιαζαν, και απάνω κλέφτες λέγουν
Αί Σμαήλημ’ ρίξε τ’ άρματα, τα φλουροκαπνισμένα.Το πώς να ρίξω τ' άρματα,το πώς να ξαρματώσω.
Εγώ 'μαι ο Σμαήλ αγάς, στον κόσμο ξακουσμένος!